-
1 флюс
I.тех. το συλλίπασματο λίπασμα για συγκόλλησητο τακερόνη τηκτική ουσίαбескислородный (св.) - χωρίς οξυγόνοII. (нарыв, вызванный больным зубом и сопровождающийся опухолью щеки) το απόστημα (των ούλων), το πρήξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флюс